Banner
Σπουδαίες Ελληνίδες που σημάδεψαν τη χώρα τα τελευταία 150 χρόνια
 
19-ellinides
 
Ένας φόρος τιμής σε σπουδαίες γυναίκες, οι οποίες μέσα από το έργο, την αφοσίωση, την επιμονή, την τόλμη και το ταλέντο τους, κατάφεραν να χαράξουν τη δική τους πορεία και να διαπρέψουν σε όλους τους τομείς.

Γυναίκες που σημάδεψαν την Ελλάδα με την προσφορά τους στις τέχνες, στον πολιτισμό, στην επιστήμη, στα γράμματα, στην πολιτική, στον αγώνα.
 
Ιστορίες ζωής που μας εμπνέουν. Ιστορίες ζωής που άλλοτε μοιάζουν παραμύθι κι άλλοτε θυμίζουν κόλαση με αντιξοότητες και εμπόδια.
 
Ειρήνη Παππά
Ξεκίνησε από την ηλικία των 15 ετών ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις.
 
Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου με δασκάλους τους Γιώργο Γληνό, Νικόλαο Παρασκευά, Λουκά Καρυντινό, Πέλο Κατσέλη, Δημήτρη Ροντήρη.
 
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι» στη Λυρική Σκηνή.
 
Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος, γράφει ότι την πρωτοείδε στο Σύνταγμα. Λόγω της εμφάνισης και του περπατήματός της του έμοιαζε σαν «ζωντανή Καρυάτιδα».
 
Την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε στην πρώτη της ταινία το 1948, που ήταν οι «Χαμένοι άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου.
 
Το 1951 έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία «Νεκρή Πολιτεία» της Φίνος Φιλμ αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών, με συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα.
 
Τρεις από τις ταινίες στις οποίες η Ειρήνη Παπά πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με τη γαλλόφωνη «Ζ» του Κώστα Γαβρά να το κατακτά, ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στην μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια.
 
Η Ειρήνη Παπά συμμετείχε σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1967.
 
Το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της.
 
Επιτυχία, αναγνώριση, ταπεινότητα. «Όταν έρχομαι εδώ ως σημαντικός άνθρωπος, δεν μου αρέσει. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, σημαντικός κι ανεπανάληπτος.
 
Η αγάπη του κόσμου είναι για τη δουλειά μου. Εγώ μιλάω για τον εαυτό μου. Το κάνω με χαρά γιατί δίνει στίγμα του ”πλοίου” μου που λένε».
 
Σύμφωνα με τον κριτικό Ρότζερ Ίμπερτ, η Ειρήνη Παππά είχε τρία «μειονεκτήματα». Το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μην θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς και τη «βαριά», πελοποννησιακή προφορά της.
 
Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης, Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, είχε πει ότι είναι «η πανέμορφη και μεγαλόπρεπη φιγούρα της ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της. Είναι η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».
 
Μιλώντας στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία το 2003, είχε δηλώσει: «Αν γίνει έτσι (και πριν πεθάνω δω σε μια αστραπή όλη μου την ζωή), ξέρω τι θα δω.
 
 
Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει:
 
«Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου».
 
Οι σκηνοθέτες τη λάτρεψαν, οι συνάδελφοί της την εκθείασαν. Για την Κάθριν Χέπμπορν ήταν «η σπουδαιότερη ηθοποιός που υπάρχει».
 
Κατίνα Παξινού
Τον Ιανουάριο του 1944 η Κατίνα Παξινού γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στις Χρυσές Σφαίρες για την ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Στις 2 Μαρτίου κερδίζει και το Όσκαρ και το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας.
 
Oταν ο φάκελος ανοίγει και ακούγεται το όνομά της δεν το ακούει. Σε συνέντευξή της είχε πει:
 
«Ο Γκάρι Κούπερ που καθόταν δίπλα μου άρχιζε να με σπρώχνει. “Εσύ είσαι. Εσύ είσαι, μου φώναζε. Πήγαινε στη σκηνή».
 
«Επιτρέψτε μου να μοιραστώ τη μεγάλη τιμή που απονέμεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών. Είτε έφυγαν, είτε βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ, θα πει παραλαμβάνοντας το χρυσό αγαλματίδιο, το μοναδικό που απέσπασε η ταινία εκείνο το βράδυ.
 
Είχε ήδη αρνηθεί τρεις φορές στους ανθρώπους της Paramaount να πάει στο στούντιο για τον ρόλο της Πιλάρ στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».
 
Ο Χέμινγουεϊ την επισκέπτεται στο καμαρίνι της και της ζητά να πάει να κάνει δοκιμαστικό.
Δέχεται. Το δοκιμαστικό γίνεται, η Παξινού παίρνει τον ρόλο. Η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους το 1943. Οι κριτικοί φυσικά την αποθεώνουν.
 
Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
 
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα: Ματωμένος γάμος του Λόρκα, Η Ήρα και το παγόνι του Σον Ο’Κέισι, Οι παλαιστές του Στρατή Καρρά.
 
Η Κατίνα Παξινού ξέρει να δίνει. Να προσφέρει χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα.
 
Πόσες φορές χάρισε τα φορέματά της. Πόσες φορές προσποιήθηκε αδιαθεσία για να δώσει την ευκαιρία στις αντικαταστάτριές της να δοκιμαστούν.
 
Το τηλέφωνο του σπιτιού κουδουνίζει. Η Παξινού με αφόρητους πόνους δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο Μινωτής σηκώνει το ακουστικό.
 
«Καλησπέρα σας, είμαστε τρεις μαθητές από το Εθνικό Θέατρο και θα θέλαμε να έρθουμε να δούμε την κυρία Παξινού. Είμαστε οι μαθητές που παίρνουμε τον μισθό της και θεωρήσαμε χρέος μας να την επισκεφθούμε».
 
Ο Μινωτής, όπως και όλοι εκτός από τον γραμματέα της σχολής, δεν είχε ιδέα. Του εξήγησαν ότι τα οικονομικά τους δεν τους επέτρεπαν να σπουδάσουν και ότι η Κατίνα Παξινού έδινε ολόκληρο τον μισθό της για να το καταφέρουν.
 
Ήδη από το 1969 γνωρίζει για την ασθένειά της. Η συμμετοχή της στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» ήταν, ουσιαστικά, μία αναμέτρηση με τα όριά της.
 
Έπαιξε στην ταινία υπομένοντας φρικτούς πόνους. Αργότερα, για την παράσταση «Μάνα κουράγιο», έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο χωρίς να παραπονεθεί στιγμή.
 
Ήξερε ότι η κατάστασή της ήταν μη αναστρέψιμη. Ήξερε πως της απέμενε λίγος χρόνος. Το δικό της αντίο θα δινόταν σεμνά στον χώρο που λάτρεψε.
 
Το καλοκαίρι του 1972 είχε πια αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ως θεατής πήγε να παρακολουθήσει μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
 
Όταν το κοινό αντιλήφθηκε την παρουσία της ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και μια άδεια σκηνή. «Μα τι συμβαίνει», αναρωτήθηκαν κάποιοι τουρίστες που δεν την αναγνώρισαν. «Είναι κάποια βασίλισσα;»
 
«Ναι, είναι βασίλισσα. Είναι το μεγαλύτερο φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου», απάντησε κάποιος από τους θεατές
.
«Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει», έλεγε με πόνο ο Μινωτής. Στις 22 Φεβρουαρίου της επόμενης χρονιάς θα φύγει από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο. Το παρατεταμένο χειροκρότημα αντηχεί ακόμα στην Επίδαυρο για τη βασίλισσά του.

Μαρία Κάλλας
«Είναι παράδοξο, αλλά σήμερα στην κορυφή μίας καριέρας που μπορώ να τη θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω ακόμα γύρω μου και αναρωτιέμαι. Τι συμβαίνει; Πού είναι η αλήθεια; Πού είναι η πραγματικότητα;»
 
Η Νόρμα ήταν η ηρωίδα της. «Όποτε την ερμηνεύω είμαι ευτυχισμένη. Νομίζω πως της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα αλλά στο τέλος υποκύπτει».
 
Και η Μαρία Κάλλας υπέκυψε. Υπέκυψε στην καρδιά της. Το θυμικό της την καθοδηγούσε. Στην προσπάθειά της να επουλώσει τα συναισθηματικά κενά της χάρισε στην ανθρωπότητα μερικές από τις κορυφαίες ερμηνείες όλων των εποχών.
 
«Είμαι επαγγελματίας. Ξέρω τι πρέπει να κάνω πολύ καλά. Μπορεί να μου προσάψουν πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για έλλειψη οργάνωσης».
 
Γεννιέται στο Μανχάταν στις 2 Δεκεμβρίου 1923 από γονείς Έλληνες μετανάστες και παίρνει το όνομα Άννα Μαρία. Είναι το δεύτερο κορίτσι του Γιώργου και της Λίτσας Καλογερόπουλου. Ο πατέρας της φαρμακοποιός και η μητέρα της νοικοκυρά. Το ζευγάρι δεν τα πηγαίνει καλά και τελικά χωρίζει.
 
Περνά ώρες στο δωμάτιο μόνη της ακούγοντας όπερα. Εκεί, στον πέμπτο όροφο Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά ξεκινά να χτίζεται ο μύθος. Κι ας μην το ξέρει. Κι ας μην μπορεί να το φανταστεί. «Μόνο όταν τραγουδούσα πίστευα πως με αγαπούσαν».
 
Η όπερα ήταν ο δρόμος. Ο δικός της δρόμος και κανένας δεν μπορούσε να την εμποδίσει να πάει προς τα εκεί.
Στο Εθνικό Ωδείο θα ακουστεί για πρώτη φορά σε κόσμο η φωνή της. Η Ισπανίδα Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο είναι η δασκάλα της. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που την πιστεύει. Αγνά και ανιδιοτελώς.
 
Το 1942 κλείνει τα 18 και πρωταγωνιστεί στην Τόσκα. Γίνεται διάσημη. Όλοι μιλούν για τη φωνή της. Ο αυστηρός Ιωάννης Ψαρούδας του Βήματος γράφει μετά την παράσταση: «Μία ωραία υπόσχεση για το μέλλον».
 
Η Μαρία Κάλλας θα δώσει πολλές υποσχέσεις και θα τις κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Μία από αυτές; Να μείνει για πάντα δοσμένη στις δύο μεγάλες αγάπες της. Την όπερα και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
 
Στις 15 Μαρτίου 1975 ο Ωνάσης αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Παρισιού. Εκείνη βρίσκεται στο πλευρό του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, θα πει ότι εκείνη τον άφησε να φύγει και να παντρευτεί την Τζάκι. «Αν είναι εκείνος ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ».
 
Ούτε δύο χρόνια δεν πέρασαν. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, η βοηθός της τη βρίσκει νεκρή στο δωμάτιό της. Χρήση βαρβιτουρικών. Καρδιακή προσβολή.
 
Μελίνα Μερκούρη
Η Μελίνα έζησε με μία και μόνο βαθιά επιθυμία. Να δει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επιστρέφουν στην πατρίδα τους. «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ».
 
Τον Ιούλιο του 1982 στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της Unesco στο Μεξικό θέτει για πρώτη φορά επίσημα θέμα επιστροφής των μαρμάρων.
 
«Η Ελλάδα είναι η πραγματική μου δύναμη, ο πραγματικός καημός μου. Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα, αυτό είναι η κληρονομιά της, αυτό είναι η περιουσία της κι αν το χάσουμε αυτό θα είμαστε κανείς».
 
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 του Οκτωβρίου του 1920 σε ένα αριστοκρατικό αρχοντικό επί της οδού Τσακάλωφ στο Κολωνάκι.
 
Ο πατέρας της διατελεί βουλευτής και ο παππούς της Σπύρος για 11 χρόνια θα παραμείνει στη θέση του δημάρχου Αθηναίων. Ο παππούς Σπύρος είναι η διαρκής αναφορά της, το πρότυπό της.
 
«Με έμαθε να λατρεύω την Ελλάδα, να είμαι γενναία, να μην λογαριάζω τα χρήματα. Ήταν μεγάλη ντροπή για εκείνον τα χρήματα. Μου έμαθε το παραμύθι της ζωής. Μου εμφύσησε την ιδέα πως η Ελλάδα, η Αθήνα είναι κορυφή» θα πει η ίδια σε συνέντευξή της.
 
Το 1955 είναι χρονιά ορόσημο για την καριέρα και τη ζωή. Ο Μιχάλης Κακογιάννης την επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Στέλλας».
 
Παίζει στο πλευρό του Γιώργου Φούντα, γίνεται σύμβολο και αλλάζει μια για πάντα την ιστορία του κινηματογράφου. Η υποψηφιότητα για το πρώτο βραβείο ερμηνείας στις Κάννες την καθιερώνει ως μία εκ των κορυφαίων.
 
Η άνοιξη του ’55 τη βρίσκει να πατά το κόκκινο χαλί των Καννών. Το βραβείο δεν δίνεται σε καμία εκείνη τη χρονιά γιατί η Μελίνα και η αντίπαλός της θεωρούνται ισάξιες. Το τέλος της βραδιάς τη βρίσκει να κλαίει σε μία αίθουσα, όταν μπροστά της εμφανίστηκε ο έρωτας της ζωής της.
 
Εκείνο το βράδυ η Μελίνα Μερκούρη θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Ζυλ Ντασσέν. «Είναι υπέροχο πράγμα να μπορείς να αγαπάς. Είναι πράγμα θείο».
 
Το απόγευμα της 6ης Μαρτίου του 1994 η Μελίνα Μερκούρη θα φύγει από τη ζωή σε ένα κρεβάτι στο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα.
 
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους και μία λαοθάλασσα τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία.
 
Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Broadway παρέμειναν κλειστά, ενώ η ημέρα του θανάτου της, έχει ορισθεί από την Unesco ως παγκόσμια ημέρα Πολιτισμού.
 
Αμαλία Φλέμινγκ
Σπουδαία Ελληνίδα γιατρός και αγωνίστρια. Το όνομά της μπορεί να είναι γνωστό όμως για πολλά χρόνια το έργο και η αντιδικτατορική και φιλανθρωπική δράση της παρέμεναν άγνωστα.
 
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιουνίου του 1912 και ήταν κόρη του γνωστού δερματολόγου της Πόλης, Χαρίλαου Κουτσούρη.
 
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ, και συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι (όπου και εργάστηκε στο Νοσοκομείο Necker), και στο Λονδίνο. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
 
Το 1945, με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου, πήγε στο Λονδίνο όπου εργάστηκε στο Wright Fleming Institute δίπλα στον Νομπελίστα μικροβιολόγο Αλεξάντερ Φλέμινγκ μέχρι το 1949, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του Ευαγγελισμού.
 
Το 1953 παντρεύτηκε τον Φλέμινγκ, αλλά ο γάμος τους κράτησε μόνο δύο χρόνια, καθώς ο Φλέμινγκ πέθανε το 1955.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση.
 
Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1971 με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη. Ύστερα από ανάκριση 25 ημερών, κατά τις οποίες βασανίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών.
 
Έβγαζε πλαστές ταυτότητες για τους Εβραίους και όσους είχαν στοχοποιηθεί από το καθεστώς. Η Αμαλία Φλέμινγκ δεν δίστασε, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει ως κρησφύγετο ένα σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη θεία της.
 
Η δικτατορία, φοβούμενη τον αντίκτυπο που θα είχε στη διεθνή κοινότητα η φυλάκισή της, την άφησε ελεύθερη και την απέλασε, ενώ της αφαίρεσε και την ελληνική ιθαγένεια. Επέστρεψε στο Λονδίνο από όπου ξαναγύρισε μετά την πτώση της δικτατορίας.
 
Κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη χρήση παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών κατά τη διάρκεια ανακρίσεων στην περίοδο της χούντας.
 
Εξελέγη βουλευτής Επικρατείας το 1977 και βουλευτής Α’ Αθηνών το 1981 και το 1985 με το ΠΑΣΟΚ. Δεν δίστασε όμως να διαφωνήσει δημόσια με τον Ανδρέα Παπανδρέου για τις διαγραφές στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας και του ΠΑΚ από το ΠΑΣΟΚ.
 
Η Αμαλία Φλέμινγκ διετέλεσε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων (ΣΕΕ) και τιμήθηκε με το παράσημο Ευποιίας (1965).
 
Παράλληλα, ανέπτυξε δραστηριότητα για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα δικαιώματα των γυναικών και την ειρήνη.
 
Πέθανε στις 26 Φεβρουαρίου του 1986, χωρίς να προλάβει να δει τη δημιουργία του Ιδρύματος Βασικής Βιοϊατρικής Έρευνας «Αλέξανδρος Φλέμινγκ», το οποίο ιδρύθηκε χρόνια αργότερα στη Βάρη και σήμερα θεωρείται ως ένα από τα πληρέστερα του είδους του στον κόσμο.
 
Δέσποινα Αχλαδιώτου
Η κυρά της Ρω, η κυρά της Ρωμιοσύνης. Η νησιώτισσα που ύψωνε την ελληνική σημαία για 40 χρόνια στο ερημονήσι του Αιγαίου, μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια.
 
Το 1927, εγκαταστάθηκαν στη Ρω μόνιμα ο Κώστας και η Δέσποινα Αχλαδιώτου για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, εντελώς μόνοι τους μέχρι το 1940. Τη χρονιά εκείνη όμως αρρώστησε βαριά ο Κώστας Αχλαδιώτης.
 
Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή.
 
Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον είχε παραλάβει καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στον γιατρό του Καστελόριζου.
 
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του άντρα της. Έπειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτή τη φορά με την τυφλή μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της κατοχής. Εκεί θα προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου.
 
Με «δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Άγγλους στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, σχεδόν ερήμωσε.
 
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, για πρώτη φορά ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης», κατέπλευσε στο Καστελόριζο, όπου βομβαρδίστηκε στις 19 Νοεμβρίου 1943 από γερμανικά πυρά. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν πάλι να φύγουν με συμμαχικά πλοία είτε προς την Κύπρο είτε προς τις μικρασιατικές ακτές.
 
Η Δέσποινα Αχλαδιώτου παρέμεινε στο νησί για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, προσφέροντας τη βοήθεια της σε Ιερολοχίτες που βρήκαν καταφύγιο εκεί.
 
Βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις τουρκικές ακτές», είχε πει η ίδια για τη ζωή της.
 
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη στο Καστελόριζο και η σορός της μεταφέρθηκε στη Ρω. Ετάφη ακριβώς κάτω από τον ιστό που ύψωνε τη σημαία.
 
«Την ελληνική σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον τάφο», αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία μιας γυναίκα συμβόλου για τη χώρα μας.
 
Όπως αναφέρει το ladylike.gr, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
 
Άλκη Ζέη
Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923, «στην οδό Κέας, στην πλατεία Κολιάτσου, στις 15 του Δεκέμβρη» (Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο). Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια.
 
Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Πέτρο.
 
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας.
 
Από το 1954 έως το 1964 έζησε ως πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα, για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτήν τη φορά ο τόπος διαμονής τους είναι η Γαλλία, και συγκεκριμένα το Παρίσι, απ’ όπου επιστρέφουν μετά τη δικτατορία.
 
Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Στις πρώτες ακόμη τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
 
Ένας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», εμπνεύστρια του οποίου ήταν η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη.
 
Πρώτο της μυθιστόρημα είναι «Το καπλάνι της βιτρίνας» (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».
 
Αυτό ήταν και το βιβλίο που τη δυσκόλεψε περισσότερο. Σε συνέντευξή της στο LadyLike είχε πει: «Η ”Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα” με δυσκόλεψε πολύ, διότι ήθελα να συνδυάσω αυτοβιογραφία με μυθιστόρημα. Δυσκολεύτηκα πολύ. Δεν ήθελα να ξαναγράψω κάτι παρόμοιο. Νομίζω πως ό,τι είχα να πω, το είπα».
«Μου αρέσει να γράφω για παιδιά και εφήβους».
 
Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», και το 2017 το «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;».
 
Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.
 
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
 
Τα βιβλία της εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
 
Παράλληλα με το γράψιμο, η Άλκη Ζέη αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.
 
Τον Ιανουάριο του 2015 έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, διάκριση που αποδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε διαπρεπείς προσωπικότητες των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων.
 
Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στις 27 Φεβρουαρίου 2020.
 
«Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς».
 
Λέλα Καραγιάννη
Η μεγάλη ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης κατά της Γερμανικής Κατοχής, γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1898 και εκτελέσθηκε από τους φασίστες την αυγή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο και χορεύοντας τον χορό του Ζαλόγγου, εμψυχώνοντας μέχρι την τελευταία στιγμή τους υπόλοιπους μελλοθανάτους.
 
Κατά την κατοχή, έγινε μέλος της Αντίστασης, μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα».
 
Την οργάνωση δημιούργησε και χρηματοδότησε η ίδια, το 1941. Τον Οκτώβρη του 1941 συνελήφθη και μετά από 7 μήνες απελευθερώθηκε.
 
Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών (είχε οργανώσει δίκτυο 150 στρατιωτών) στο Κάιρο αλλά και δολιοφθορές κατά του εχθρού.
 
Η Λέλα Καραγιάννη δημιούργησε και δίκτυο κατασκοπείας το οποίο, μεταξύ άλλων, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών πλοίων, υπέκλεψε σχεδιαγράμματα αεροδρομίων και διοχέτευσε πληροφορίες για Έλληνες συνεργάτες των Αρχών Κατοχής.
 
Το καλοκαίρι του 1944, η Λέλα Καραγιάννη είχε γίνει και συνεργάτης του κατασκοπευτικού δικτύου «Απόλλων», οπότε και συνελήφθη μαζί με πέντε από τα παιδιά της και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν.
 
Η σύλληψη έγινε καθώς ο συνεργάτης των Γερμανών, Γιώργος Ριζόπουλος, ζήτησε από την Καραγιάννη να μεσολαβήσει για να τον συνδέσει, μαζί με τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασίλειο Ντερτιλή, με το δίκτυο του Απόλλωνα.
 
Ο Ριζόπουλος όμως συνελήφθη και κατέδωσε την Καραγιάννη, με αποτέλεσμα τη σύλληψή της μαζί με δύο συνεργάτες της.
 
Κατά μία εκδοχή, η Καραγιάννη εκτιμούσε ότι, σε μελλοντική απόβαση των Βρετανών, τα Τάγματα Ασφαλείας θα μπορούσαν, αν ήθελαν, «να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες».
 
Ένας από τους γιους της, ο Βύρων Καραγιάννης, αφηγείται: «Πίστευε ότι με τη δική της σύλληψη και επωμιζόμενη τις ευθύνες της θα σταματούσε την έκταση του κακού και τις συλλήψεις και ότι έτσι θα έσωζε και εμάς τα παιδιά.
 
Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο τη θέση σας.
 
Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε για ‘μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει”. Μας έλεγε ακόμη ότι πίστευε στον Θεό και στη βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της.
 
Στα χέρια των Ες-Ες μαρτύρησε, αλλά δεν πτοήθηκε. Δεν απεκάλυψε κανένα συναγωνιστή ούτε όταν βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
 
Αντίθετα, βρήκε τον θάνατο, ψέλνοντας τον Εθνικό μας Ύμνο, τον ύμνο προς την Ελευθερία για την οποία θυσιάστηκε».
 
Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και ύστερα από λίγο διάστημα, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στο παρακείμενο άλσος Χαϊδαρίου.
 
Επτά δεκαετίες μετά την εκτέλεσή της, η προσφορά της Λέλας Καραγιάννη κερδίζει μία ακόμη αναγνώριση. Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα του 2020 η Λένα Καραγιάννη ανακηρύσσεται ταξίαρχος επί τιμή.
 
Είχε προηγηθεί το 1947 η μετά θάνατον βράβευση με το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ το 2011 κέρδισε τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών από το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων.
 
 
 
 
 
 
 

 

Σου αρέσει το organiclife.gr ;
Θα το εκτιμούσαμε εάν μας το έδειχνες με ένα LIKE…

 
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner
Banner