
Πρόσφατα, σε χωματερή της (τέως) κοινότητας Συκάμινου οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος ανακάλυψαν ότι βρίσκεται θαμμένη άγνωστη ποσότητα επικίνδυνων αποβλήτων. Στις δοκιμαστικές τομές που πραγματοποίησαν σε βάθος πέντε μέτρων, διαπίστωσαν ότι «το βαρέλι δεν είχε πάτο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των κατοίκων της περιοχής. Το χειρότερο; Η παράνομη απόθεση γινόταν με τη συναίνεση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για άγνωστο χρονικό διάστημα. Μια ανάλογη περίπτωση ανακαλύφθηκε πρόσφατα, πάλι από τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος στους Αγίους Θεοδώρους.
Αυτή είναι δυστυχώς έως και σήμερα η κατάσταση όσον αφορά τη διαχείριση των επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων στη χώρα μας. Βιομηχανίες που δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τον δαπανηρό δρόμο της ασφαλούς διάθεσης των αποβλήτων τους. «Πρόθυμες» εταιρείες, μεσάζοντες ή και δήμαρχοι, που αναλαμβάνουν να «εξαφανίσουν» τα απόβλητα. Και μια πολιτεία που μόλις τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε να αντιμετωπίζει, έστω νωθρά, αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα και δεν έχει ακόμα καταλήξει στον τρόπο (άρα και στον τόπο) χωροθέτησης εγκαταστάσεων για την ασφαλή επεξεργασία και διάθεσή τους. Και προσπαθεί να ανακαλύψει πού διατίθενται επί δεκαετίες εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι επικινδύνων αποβλήτων...
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μέχρι το 2004 η Ελλάδα στερούνταν νομικού πλαισίου και εθνικού σχεδιασμού για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων. Σταδιακά, μέχρι το 2006 η χώρα άρχισε να ενσωματώνει (με μεγάλη βέβαια καθυστέρηση) την κοινοτική νομοθεσία. Το 2008 παρουσιάστηκε και ο πρώτος εθνικός σχεδιασμός που περιείχε στοιχεία-εκτιμήσεις, γιατί πραγματική εικόνα δεν υπάρχει, σχετικά με τις παραγόμενες ποσότητες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον «Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων» οι παραγόμενες ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων στην Ελλάδα υπολογίζονται στους 330.000 τόνους ετησίως (σύμφωνα πάντα με όσα δηλώνουν στο υπουργείο οι βιομηχανίες). Πρόκειται κυρίως για απόβλητα ελαίων και υγρών καυσίμων (140.820 τόνοι), απόβλητα από θερμικές επεξεργασίες (44,5 χιλιάδες τόνοι, κυρίως από τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα), μπαταρίες και συσσωρευτές (37.800 τόνοι) και απόβλητα από τη χημική βιομηχανία (25.000 τόνοι). Επικίνδυνα σκουπίδια εντοπίζονται ακόμα και στα αστικά απορρίμματα, στα νοσοκομειακά απόβλητα και σε διάφορα προϊόντα ζωικής προέλευσης που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, από τους 330.000 τόνους επικίνδυνων αποβλήτων, μόνο 127.000 τόνοι, δηλαδή το 38% υπόκεινται επεξεργασία, ενώ μόλις 1.550 τόνοι αποστέλλονται στο εξωτερικό για επεξεργασία. Οι υπόλοιπες ποσότητες αποθηκεύονται «προσωρινά», συχνά για δεκαετίες, ενώ μεγάλες ποσότητες θάβονται σε κοινούς ΧΥΤΑ. Οι αποθηκευμένες ποσότητες υπολογίζονται σε 600.000 τόνους, και βρίσκονται κυρίως στις αυλές ή σε αποθήκες στις εγκαταστάσεις των βιομηχανιών που τα παράγουν. Ως αποτέλεσμα, τον Σεπτέμβριο του 2009 η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ η διαδικασία που θα οδηγήσει στη δεύτερη παραπομπή (άρα και στα πρόστιμα) έχει ξεκινήσει.
«Το πρόβλημα ξεκινά από την απουσία αδειοδοτημένων χώρων επεξεργασίας και ασφαλούς αποθήκευσης», λέει στην «Κ» η Ειδική Γραμματέας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Μαργαρίτα Καραβασίλη. «Κι επειδή η μεταφορά των επικίνδυνων αποβλήτων στο εξωτερικό κοστίζει πολύ -περίπου 1.000 ευρώ/τόνο- οι περισσότερες βιομηχανίες επιλέγουν την προσωρινή, δηλαδή μόνιμη αποθήκευση ή την παράνομη απόρριψή τους. Και ας έχουμε υπόψη ότι οι ποσότητες που σήμερα γνωρίζουμε δεν είναι οι πραγματικές, καθώς έχει αποδειχθεί ότι μεγάλες βιομηχανίες δήλωναν κατά την περιβαλλοντική τους αδειοδότηση το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο των ποσοτήτων που παρήγαγαν».
Οι έλεγχοι των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, που ξεκίνησαν με αφορμή την υπόθεση του Ασωπού και των Οινοφύτων έχουν αποκαλύψει πλήθος παράνομων χωματερών αποβλήτων. «Οι χώροι πρέπει να είναι πάρα πολλοί. Ακόμα όμως κι αν τους εντοπίσουμε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβουμε από πού προήλθαν τα απόβλητα», λέει η κ. Καραβασίλη.
Ετοιμο το πλαίσιο με τα κριτήρια χωροθέτησης των χώρων απόθεσης Την τελευταία διετία, το υπουργείο Περιβάλλοντος επαναδραστηριοποιήθηκε για την αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού κενού. Απαντώντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από ένα έτος, η Ελλάδα δεσμεύτηκε ότι πρόκειται άμεσα να παρουσιάσει έναν επικαιροποιημένο εθνικό σχεδιασμό, ο οποίος θα περιλαμβάνει: - Πλήρη, επικαιροποιημένη απογραφή όλων των ειδών των επικίνδυνων αποβλήτων (Μάρτιος 2010 - Μάρτιος 2011). - Χαρτογράφηση των μονάδων επεξεργασίας και διαχείρισης αποβλήτων που λειτουργούν στη χώρα μας. - Αναλυτικά κριτήρια χωροθέτησης νέων μονάδων επεξεργασίας και διάθεσης αποβλήτων. Ανάμεσα σε αυτά, οι γεωλογικές και υδρολογικές συνθήκες, απόσταση από κατοικημένες περιοχές και ευαίσθητες περιβαλλοντικά ζώνες. - Κατάλληλες περιοχές με βάση τα ανωτέρω κριτήρια.
Στόχος ήταν ο νέος σχεδιασμός να είχε θεσμοθετηθεί έως την άνοιξη του 2011, κάτι που όμως δεν συνέβη. Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου, το πλαίσιο που θα περιλαμβάνει τα κριτήρια χωροθέτησης χώρων διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων είναι πλέον έτοιμο
«Τα κριτήρια χωροθέτησης είναι ιδιαίτερα σημαντικά, γιατί ένας χώρος απόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων διαφέρει αρκετά από έναν απλό ΧΥΤΑ», εξηγεί στην «Κ» ο καθηγητής στο ΕΜΠ, Δημ. Καλιαμπάκος. «Στην Ελλάδα, ο μόνος χώρος που έχει προδιαγραφές για να δεχθεί με ασφάλεια επικίνδυνα απόβλητα βρίσκεται στο βιομηχανικό πάρκο Λαυρίου και δημιουργήθηκε για να αποθηκευτούν αποκλειστικά τα επικίνδυνα απόβλητα που βρίσκονται εντός του πάρκου. Η μη χωροθέτηση ΧΥΤΑ επικίνδυνων αποβλήτων είναι τραγική. Τα επικίνδυνα απόβλητα που «χάνονται» δεν τα παίρνει... η καλή νεράιδα. Καταλήγουν στη γη ή στη θάλασσα και επιστρέφουν στη ζωή μας και στη ζωή των παιδιών μας με πολύ συγκεκριμένους τρόπους».
Το παραπάνω άρθρο αποτελεί δημοσίευμα της Καθημερινής, το οποίο αναδημοσιεύουμε. Όταν όλα αυτά γίνονται με την συναίνεση της τοπικής αυτοδιοίκησης, το μόνο που μπορούμε να καταλάβουμε και να υποθέσουμε, είναι πως κάποιοι θα τα παίρνουν χοντρά για να επιτρέπουν παρόμοιες ενέργειες.
Παναγιώτης Μερεντίτης
Επιστροφή στην ενότητα ενδιαφέροντα
|